- παλιούρινος
- πᾰλῐούρ-ῐνος, η, ον,A made of παλίουρος, Str.16.4.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλιούρινος — παλιούρινος, ίνη, ον (Α) [παλίουρος] κατασκευασμένος από παλίουρο … Dictionary of Greek
παλιουρίναις — παλιούρινος made of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)